σκίρτησε

σκίρτησε
σκιρτάω
spring
aor ind act 3rd sg (attic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκιρτώ — σκιρτῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιρτῶ, έω, Α 1. τινάζομαι αιφνίδια από τη θέση μου, αναπηδώ 2. (για χορευτή και για τις Βάκχες) χοροπηδώ («ὀρχεῑσθε καὶ σκιρτᾱτε καὶ χορεύετε», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. (για τη θάλασσα) αναταράσσομαι, σαλεύω («σφόδρα… …   Dictionary of Greek

  • σκιρτώ — σκίρτησα, αναπηδώ, τινάζομαι: Η καρδιά μου σκίρτησε από χαρά μόλις τον είδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”